ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Είναι σύνηθες το φαινόμενο της καθυστέρησης του μηνιάτικου από την πλευρά της εργοδοσίας. Καθυστέρηση που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει τους 4 και 5 μήνες και που οδηγεί συχνά και σε απώλεια δεδουλευμένων. Είναι επίσης γνωστό πόσες και ποιες δικαιολογίες μηχανεύονται κάθε φορά τα αφεντικά όταν είναι να αποφύγουν την πληρωμή του μηνιαίου μισθού στην ώρα του. Με τι πάθος, σχεδόν κλαμένοι ζητάνε την κατανόηση του εργαζόμενου για τις δυσκολίες που περνάνε, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα πως τον έχουν στο χέρι και πως αυτοί είναι η αιτία που έχει δουλειά και λεφτά να θρέψει την οικογένειά του, για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας. Το δίλλημα είναι προφανές και δυσεπίλυτο: Να αφήσω να με δουλεύει ο μερσεντάκιας που ασφυκτιά στο πανάκριβο κουστούμι του και έχει βίλα στο Ψυχικό; Ή να αντιδράσω κινδυνεύοντας να βρεθώ χωρίς δουλειά και με τα χρέη να με πνίγουν; Να κερδίσω την αξιοπρέπειά μου ή τη δουλειά μου; Επειδή θεωρούμε ότι κανείς πρέπει και μπορεί να τα έχει και τα δύο θα αναφερθούμε στο δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας.
Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας μπορεί να ασκηθεί από τον μισθωτό όταν ο εργοδότης καθυστερεί την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του. Ασκώντας το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του.
Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να παρέχει εργασία ούτε και να παρουσιάζεται στην επιχείρηση, αλλά έχει το δικαίωμα να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη, για την αντιμετώπιση των βασικών του αναγκών. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του εργοδότη εφόσον ικανοποιηθούν οι όροι της επίσχεσης.
Η επίσχεση εργασίας έχει ως αποκλειστικό και μόνο σκοπό να υποχρεώσει τον εργοδότη να καταβάλει στον μισθωτό τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές. Δεν μπορεί να ασκηθεί επίσχεση εργασίας με σκοπό τον εξαναγκασμό του εργοδότη σε αυξήσεις αποδοχών ή άλλες αποδοχές που δεν είναι ληξιπρόθεσμες.
Η επίσχεση εργασίας ισχύει από τη στιγμή που περιέρχεται σε γνώση του εργοδότη. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και όταν ο εργοδότης ανακαλεί άκυρη απόλυση και επαναπροσλαμβάνει τον εργαζόμενο χωρίς να εξοφλεί ταυτόχρονα και τους μισθούς από την άκυρη απόλυση ως την επάνοδο στην εργασία. Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας που έχει συνάψει με τον εργαζόμενο.
Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας μπορεί να ασκηθεί από έναν ή από πολλούς εργαζόμενους ταυτόχρονα. Εκτός από τη μη έγκαιρη καταβολή των δεδουλευμένων μπορεί να ασκηθεί και όταν ο εργοδότης δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις στα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας ή όταν με τη συμπεριφορά του προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου. Η επίσχεση εργασίας γίνεται με αντίστοιχη δήλωση που πρέπει να είναι σαφής και ατομική. Απλή άρνηση εργασίας δεν αρκεί, γιατί κινδυνεύει να εκληφθεί ως παραίτηση από τη θέση.
Είναι σύνηθες το φαινόμενο της καθυστέρησης του μηνιάτικου από την πλευρά της εργοδοσίας. Καθυστέρηση που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει τους 4 και 5 μήνες και που οδηγεί συχνά και σε απώλεια δεδουλευμένων. Είναι επίσης γνωστό πόσες και ποιες δικαιολογίες μηχανεύονται κάθε φορά τα αφεντικά όταν είναι να αποφύγουν την πληρωμή του μηνιαίου μισθού στην ώρα του. Με τι πάθος, σχεδόν κλαμένοι ζητάνε την κατανόηση του εργαζόμενου για τις δυσκολίες που περνάνε, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα πως τον έχουν στο χέρι και πως αυτοί είναι η αιτία που έχει δουλειά και λεφτά να θρέψει την οικογένειά του, για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας. Το δίλλημα είναι προφανές και δυσεπίλυτο: Να αφήσω να με δουλεύει ο μερσεντάκιας που ασφυκτιά στο πανάκριβο κουστούμι του και έχει βίλα στο Ψυχικό; Ή να αντιδράσω κινδυνεύοντας να βρεθώ χωρίς δουλειά και με τα χρέη να με πνίγουν; Να κερδίσω την αξιοπρέπειά μου ή τη δουλειά μου; Επειδή θεωρούμε ότι κανείς πρέπει και μπορεί να τα έχει και τα δύο θα αναφερθούμε στο δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας.
Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας μπορεί να ασκηθεί από τον μισθωτό όταν ο εργοδότης καθυστερεί την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του. Ασκώντας το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του.
Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να παρέχει εργασία ούτε και να παρουσιάζεται στην επιχείρηση, αλλά έχει το δικαίωμα να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη, για την αντιμετώπιση των βασικών του αναγκών. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του εργοδότη εφόσον ικανοποιηθούν οι όροι της επίσχεσης.
Η επίσχεση εργασίας έχει ως αποκλειστικό και μόνο σκοπό να υποχρεώσει τον εργοδότη να καταβάλει στον μισθωτό τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές. Δεν μπορεί να ασκηθεί επίσχεση εργασίας με σκοπό τον εξαναγκασμό του εργοδότη σε αυξήσεις αποδοχών ή άλλες αποδοχές που δεν είναι ληξιπρόθεσμες.
Η επίσχεση εργασίας ισχύει από τη στιγμή που περιέρχεται σε γνώση του εργοδότη. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και όταν ο εργοδότης ανακαλεί άκυρη απόλυση και επαναπροσλαμβάνει τον εργαζόμενο χωρίς να εξοφλεί ταυτόχρονα και τους μισθούς από την άκυρη απόλυση ως την επάνοδο στην εργασία. Κατά τη διάρκεια της επίσχεσης εργασίας ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας που έχει συνάψει με τον εργαζόμενο.
Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας μπορεί να ασκηθεί από έναν ή από πολλούς εργαζόμενους ταυτόχρονα. Εκτός από τη μη έγκαιρη καταβολή των δεδουλευμένων μπορεί να ασκηθεί και όταν ο εργοδότης δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις στα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας ή όταν με τη συμπεριφορά του προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου. Η επίσχεση εργασίας γίνεται με αντίστοιχη δήλωση που πρέπει να είναι σαφής και ατομική. Απλή άρνηση εργασίας δεν αρκεί, γιατί κινδυνεύει να εκληφθεί ως παραίτηση από τη θέση.